Γερμανικά » Γαλλικά

Langhaarige(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

homme αρσ /femme θηλ aux cheveux longs

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Langhaarige Langhaariger" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina