Γερμανικά » Γαλλικά

Gläubige(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

Gläubiger(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)

créancier(-ière) αρσ (θηλ)

gläubig [ˈglɔɪbɪç] ΕΠΊΘ ΘΡΗΣΚ

gläubig

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina