Γερμανικά » Ελληνικά

Gläubige(r) <-n, -n> SUBST mf ΘΡΗΣΚ

πιστός αρσ (πιστή) θηλ

Gläubiger <-s, -> SUBST αρσ

Gläubiger ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΝΟΜ
Gläubiger ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΝΟΜ

gläubig [ˈglɔɪbɪç] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский