Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „reingefallen“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

rein|fal·len ΡΉΜΑ αμετάβ ανώμ +sein οικ

1. reinfallen (eine schwere Enttäuschung erleben):

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

hihi, reingefallen!
„die Brille ist mir da reingefallen“
ich gönne ihm, dass er auch mal reingefallen ist!

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文