Γερμανικά » Αγγλικά

An·gel <-, -n> [ˈaŋl̩] ΟΥΣ θηλ

1. Angel (zum Fischefangen):

Angel
Angel
αμερικ a. fishing pole

Business Angel ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ

Ειδικό λεξιλόγιο

I . an·geln [ˈaŋl̩n] ΡΉΜΑ αμετάβ

An·geln [ˈaŋl̩n] ΟΥΣ πλ ΙΣΤΟΡΊΑ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

zwischen Tür und Angel οικ

Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Tourismus :

Fischer im Boot mit Angel am Almsee

Foto:

www.oberoesterreich.at

Tourism :

Fisherman in his boat with fishing pole at Lake Almsee

Photo:

www.oberoesterreich.at

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Angel" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文