Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: transborder , raccorder και reborder

II . raccorder [ʀakɔʀde] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα se raccorder à qc

1. raccorder (se relier) route, voie de chemin de fer:

2. raccorder (se rapporter) événement:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina