Γαλλικά » Γερμανικά

I . travestir [tʀavɛstiʀ] ΡΉΜΑ μεταβ

2. travestir (déguiser):

II . travestir [tʀavɛstiʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

travesti [tʀavɛsti] ΟΥΣ αρσ

1. travesti:

Transvestit αρσ

travesti(e) [tʀavɛsti] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "travestie" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina