Γαλλικά » Γερμανικά

empêtrer [ɑ͂petʀe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

s'empêtrer dans qc
s'empêtrer les pieds dans qc

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Il raconte ses histoires par épisodes, sans s'empêtrer dans le tragique.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina