Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: recharger και recharge

recharge [ʀ(ə)ʃaʀʒ] ΟΥΣ θηλ

2. recharge (fait de recharger):

Nachladen ουδ

3. recharge ΗΛΕΚ:

II . recharger [ʀ(ə)ʃaʀʒe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα ΗΛΕΚ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina