Γαλλικά » Γερμανικά

I . récolter [ʀekɔlte] ΡΉΜΑ μεταβ

ιδιωτισμοί:

II . récolter [ʀekɔlte] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

récolte [ʀekɔlt] ΟΥΣ θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina