Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: commercialiser , commercialisable και commercialisation

commercialiser [kɔmɛʀsjalize] ΡΉΜΑ μεταβ

2. commercialiser (mettre sur le marché):

commercialisation [kɔmɛʀsjalizasjɔ͂] ΟΥΣ θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina