Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: laisser-faire , aisselle , resserrer , desserrer και resserre

laisser-faire [lesefɛʀ] ΟΥΣ αρσ αμετάβλ

resserre [ʀ(ə)sɛʀ] ΟΥΣ θηλ

I . desserrer [deseʀe] ΡΉΜΑ μεταβ

1. desserrer (dévisser):

I . resserrer [ʀ(ə)seʀe] ΡΉΜΑ μεταβ

3. resserrer ΧΡΗΜΑΤΟΠ:

4. resserrer (fortifier):

II . resserrer [ʀ(ə)seʀe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα se resserrer

2. resserrer (se fortifier):

aisselle [ɛsɛl] ΟΥΣ θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina