Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: enficher και retrancher

I . retrancher [ʀ(ə)tʀɑ͂ʃe] ΡΉΜΑ μεταβ

2. retrancher (séparer des autres):

II . retrancher [ʀ(ə)tʀɑ͂ʃe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

1. retrancher ΣΤΡΑΤ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina