Γαλλικά » Γερμανικά

I . déguiser [degize] ΡΉΜΑ μεταβ

2. déguiser (contrefaire):

II . déguiser [degize] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με déguisée

publicité déguisée

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina