Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: escalader , escalade και désescalade

escalader [ɛskalade] ΡΉΜΑ μεταβ

2. escalader (franchir):

3. escalader (être sur une pente):

désescalade [dezɛskalad] ΟΥΣ θηλ ΠΟΛΙΤ, ΣΤΡΑΤ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina