Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „communiquant“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

II . communiquer [kɔmynike] ΡΉΜΑ αμετάβ

2. communiquer (au cours d'un examen):

3. communiquer (être relié):

III . communiquer [kɔmynike] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina