Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: accumuler , cumuler και cumulard

II . accumuler [akymyle] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα s'accumuler

2. accumuler ΟΙΚΟΝ:

sich akkumulieren ειδικ ορολ

cumuler [kymyle] ΡΉΜΑ μεταβ

2. cumuler ΟΙΚΟΝ:

cumulard(e) [kymylaʀ, aʀd] ΟΥΣ αρσ(θηλ) μειωτ (personne touchant deux salaires)

Doppelverdiener(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina