Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: propension , récompenser , décompenser και compenser

I . compenser [kɔ͂pɑ͂se] ΡΉΜΑ μεταβ

3. compenser ΧΡΗΜΑΤΟΠ:

4. compenser ΝΟΜ:

II . compenser [kɔ͂pɑ͂se] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

décompenser [dekɔ͂pɑ͂se] ΡΉΜΑ αμετάβ οικ (se défouler)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina