Γαλλικά » Γερμανικά

échauffant(e) [eʃofɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ (constipant)

échauffant(e)

I . échauffer [eʃofe] ΡΉΜΑ μεταβ

II . échauffer [eʃofe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα s'échauffer

1. échauffer ΑΘΛ:

2. échauffer (s'énerver):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina