I.withdraw <παρελθ withdrew, μετ παρακειμ withdrawn> [βρετ wɪðˈdrɔː, αμερικ wɪðˈdrɔ, wɪθˈdrɔ] ΡΉΜΑ μεταβ
II.withdraw <παρελθ withdrew, μετ παρακειμ withdrawn> [βρετ wɪðˈdrɔː, αμερικ wɪðˈdrɔ, wɪθˈdrɔ] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. withdraw:
- to withdraw from a game, tournament