Μεταφράσεις για well-endowed στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

endowed → endow

Βλέπε και: endow

Μεταφράσεις για well-endowed στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

superdotata [superdoˈtata] ΟΥΣ θηλ (maggiorata)

I.maggiorato [maddʒoˈrato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ

maggiorato → maggiorare

Βλέπε και: maggiorare

I.dotato [doˈtato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ

dotato → dotare

1. dotato (munito):

well-endowed

Βλέπε και: dotare

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "well-endowed" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski