Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια:

fazendo στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia

Μεταφράσεις για fazendo στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά

endowed → endow

Βλέπε και: endow

fazendo στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για fazendo στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Αγγλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski