I.fat [βρετ fat, αμερικ fæt] ΕΠΊΘ
1. fat (overweight):
2. fat (full, swollen):
3. fat (remunerative):
5. fat (worthwhile):
7. fat (not much) οικ, ειρων:
II.fat [βρετ fat, αμερικ fæt] ΟΥΣ
1. fat (in diet):
- grassi αρσ πλ
3. fat:
- grasso αρσ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.