vehicle [αμερικ ˈviək(ə)l, ˈviˌhɪk(ə)l, βρετ ˈviːɪk(ə)l] ΟΥΣ
1. vehicle (for people, things):
- vehículo αρσ
2. vehicle (medium, means):
- vehículo αρσ
3.1. vehicle ΦΑΡΜ:
- excipiente αρσ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.