to concern oneself στο Oxford Spanish Dictionary

Μεταφράσεις για to concern oneself στο λεξικό Αγγλικά»Ισπανικά

1. concern C (business, affair):

asunto αρσ

1. concern (affect, involve):

por que se muera οικ
to whom it may concern τυπικ
a quien corresponda τυπικ

to concern oneself στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για to concern oneself στο λεξικό Αγγλικά»Ισπανικά

Βρετανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | 中文