I.prep2 [αμερικ prɛp, βρετ prɛp] ΟΥΣ
1.1. prep C οικ (in US) → preparatory school
II.prep2 <μετ ενεστ prepping; παρελθ, μετ παρακειμ prepped> [αμερικ prɛp, βρετ prɛp] ΡΉΜΑ αμετάβ αμερικ οικ (attend prep school)
- prep
- asistir a un → preparatory school
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.