labored στο Oxford Spanish Dictionary

Μεταφράσεις για labored στο λεξικό Αγγλικά»Ισπανικά (Μετάβαση προς Ισπανικά»Αγγλικά)

1.1. labor U (productive work):

trabajo αρσ
Secretaría θηλ de Trabajo Μεξ
Department of Labor προσδιορ dispute/laws
coste αρσ de la mano de obra Ισπ
líder αρσ θηλ sindical
dirigente αρσ θηλ sindical
relaciones θηλ πλ laborales

4. labor U ΙΑΤΡ:

parto αρσ
προσδιορ labor pains
dolores αρσ πλ del parto
προσδιορ labor pains
contracciones θηλ πλ del parto
sala θηλ de partos

labor-intensive, labour-intensive βρετ [αμερικ ˌleɪbərɪnˈtɛnsɪv, βρετ ˌleɪbərɪnˈtɛnsɪv] ΕΠΊΘ

labor-saving [αμερικ ˈleɪbərˌseɪvɪŋ, βρετ ˈleɪbəseɪvɪŋ], labour-saving βρετ ΕΠΊΘ προσδιορ

Μεταφράσεις για labored στο λεξικό Ισπανικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ισπανικά)

labored στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για labored στο λεξικό Αγγλικά»Ισπανικά (Μετάβαση προς Ισπανικά»Αγγλικά)

Βλέπε και: labour

Μεταφράσεις για labored στο λεξικό Ισπανικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ισπανικά)

labored Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to withdraw one's labour βρετ τυπικ
to reap the fruits of one's labour βρετ [or labor αμερικ]
to labour βρετ [or labor αμερικ] in vain
arar en el mar μτφ
Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "labored" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | 中文