labored στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για labored στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Βλέπε και: labour

1. labour (gen):

travail αρσ
labeur αρσ λογοτεχνικό
une grève θηλ
a withdrawal of labour προσδιορ market

2. labour (workforce):

ouvriers αρσ πλ
skilled/unskilled labour προσδιορ costs

1. labour (gen):

travail αρσ
labeur αρσ λογοτεχνικό
une grève θηλ
a withdrawal of labour προσδιορ market

2. labour (workforce):

ouvriers αρσ πλ
skilled/unskilled labour προσδιορ costs

Μεταφράσεις για labored στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
laboured βρετ

labored στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για labored στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά

Βλέπε και: labour

labored Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to withdraw one's labour βρετ τυπικ
to achieve the wherewithal of one's labour ΘΡΗΣΚ τυπικ παραδ φρ
recueillir les fruits de son travail αρσ πλ τυπικ
cheap labour μειωτ

labored Από το λεξιλόγιο «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων

Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "labored" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski