I.escape [αμερικ əˈskeɪp, βρετ ɪˈskeɪp, ɛˈskeɪp] ΡΉΜΑ αμετάβ
1.1. escape (flee):
1.2. escape <escaped, μετ παρακειμ >:
2. escape (from accident, danger):
II.escape [αμερικ əˈskeɪp, βρετ ɪˈskeɪp, ɛˈskeɪp] ΡΉΜΑ μεταβ
2.1. escape (avoid):
- escapar a
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.