Αγγλικά » Γερμανικά

make away ΡΉΜΑ αμετάβ οικ

make away with ΡΉΜΑ μεταβ οικ

1. make away with (steal):

sich αιτ mit etw δοτ davonmachen

2. make away with (kill):

jdn um die Ecke bringen οικ
sich αιτ umbringen

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "make away" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文