Αγγλικά » Γερμανικά

lop1 <-pp-> [lɒp, αμερικ lɑ:p] ΡΉΜΑ αμετάβ αμερικ

2. lop (move in droopy manner):

I . lop2 [lɒp, αμερικ lɑ:p] ΟΥΣ no pl

II . lop2 <-pp-> [lɒp, αμερικ lɑ:p] ΡΉΜΑ μεταβ

1. lop (to prune):

to lop a tree

2. lop (eliminate):

lop off ΡΉΜΑ μεταβ

ˈlop-eared ΕΠΊΘ αμετάβλ

ˈlop-ears ΟΥΣ πλ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "lopped" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文