I.credit [βρετ ˈkrɛdɪt, αμερικ ˈkrɛdət] ΟΥΣ
1. credit (approval):
2. credit (credence):
- crédit αρσ
3. credit (borrowing):
- crédit αρσ
4. credit ΧΡΗΜΑΤΟΠ (positive balance):
- crédit αρσ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.