possa στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia

Μεταφράσεις για possa στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

possa [ˈpɔssa] ΟΥΣ θηλ λογοτεχνικό

potere1 [poˈtere] ΡΉΜΑ βοηθ ρήμα έγκλ the use of the auxiliary essere or avere in compound tenses depends on the verb in the infinitive that follows

1. potere (riuscire, essere in grado di):

2. potere:

3. potere (per esprimere permesso, autorizzazione):

may τυπικ

4. potere:

7. potere (essere nella condizione, posizione di):

10. potere:

volere è potere παροιμ

1. potere (capacità):

4. potere ΠΟΛΙΤ:

ιδιωτισμοί:

Μεταφράσεις για possa στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

possa στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για possa στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

potere1 <posso, potei, potuto> [po·ˈte:·re] ΡΉΜΑ αμετάβ

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για possa στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
per quanto (possa sembrare) strano, …
potere αρσ

possa Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

per quanto (possa sembrare) strano, …
presa θηλ di potere
takeover ΠΟΛΙΤ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "possa" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski