Ελληνικά » Γερμανικά

πάσο [ˈpasɔ] SUBST ουδ

1. πάσο (βήμα):

Schritt αρσ

2. πάσο (βίδας):

Gewinde ουδ

3. πάσο (άνοιγμα από κουζίνα προς τραπεζαρία):

Durchreiche θηλ

4. πάσο (στα χαρτιά):

Passen ουδ

πέσο [ˈpɛsɔ] SUBST ουδ

Peso αρσ

πωλώ

πωλώ s. πουλώ

Βλέπε και: πουλώ

II . πουλιέμαι VERB αυτοπ ρήμα

2. πουλιέμαι μτφ (δωροδοκούμαι):

ράσο [ˈrasɔ] SUBST ουδ

2. ράσο (μοναχού):

Kutte θηλ

μέσο [ˈmɛsɔ] SUBST ουδ

πόλο [ˈpɔlɔ] SUBST ουδ αμετάβλ

Polo ουδ

πέτο [ˈpɛtɔ] SUBST ουδ

Revers ουδ

πύο [ˈpiɔ] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский