Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μέρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μέρος [ˈmɛrɔs] SUBST ουδ

2. μέρος (τόπος):

μέρος
Ort αρσ
γύριζε από μέρος σε μέρος

3. μέρος (αποχωρητήριο):

μέρος
Toilette θηλ
είμαι/πάω στο μέρος

5. μέρος ΘΈΑΤ (ρόλος):

μέρος
Rolle θηλ

6. μέρος (σε δίκη):

μέρος
Partei θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский