Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μεγάλος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μεγάλ|ος <-η, -ο> [mɛˈɣalɔs] ΕΠΊΘ

1. μεγάλος (σε μέγεθος):

μεγάλος

2. μεγάλος (σε ηλικία):

μεγάλος
alt

3. μεγάλος (ενήλικος):

μεγάλος

4. μεγάλος (δίψα, πείνα):

μεγάλος

5. μεγάλος (γράμμα):

μεγάλος

Παραδειγματικές φράσεις με μεγάλος

μεγάλος καταναλωτής
ο μεγάλος αδελφός (του Orwell)
Big Brother αρσ
ο μεγάλος νικητής
τόσο μεγάλος/μικρός
κύριος/μεγάλος ιστός
Großmast αρσ
εξίσου μεγάλος/καλός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский