Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παίρνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παίρνω <πήρα, πάρθηκα, παρμένος> [ˈpɛrnɔ] VERB μεταβ

2. παίρνω (απομακρύνω, αποσπώ από τη θέση του):

παίρνω

3. παίρνω (δέχομαι, παραλαμβάνω: γράμμα, αμοιβή):

παίρνω

4. παίρνω (φάρμακο, φρούριο):

παίρνω

5. παίρνω (μπορώ να περιλάβω):

παίρνω

6. παίρνω (αγοράζω):

παίρνω

7. παίρνω (παρασύρω: για κύματα, ρεύμα):

παίρνω

8. παίρνω (φράσεις):

παίρνω κάτι στ' αστεία
παίρνω σημειώσεις
παίρνω διαζύγιο
παίρνω κάτι πάνω μου
sich δοτ etwas/viel auf
παίρνω κάτι πάνω μου
etw αιτ einbilden
(δεν) παίρνω από αστεία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский