Zeit <-, -en> [tsaɪt] SUBST θηλ
3. Zeit (Zeitspanne):
-
Zeit
-
εποχή θηλ
-
Zeit
-
περίοδος θηλ
-
auf unbestimmte Zeit
-
mit etw δοτ die Zeit totschlagen οικ
4. Zeit:
-
Zeit ΓΛΩΣΣ, ΑΘΛ
-
χρόνος αρσ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.