Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δρομολογώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δρομολογ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ðrɔmɔlɔˈɣɔ] VERB μεταβ

1. δρομολογώ (συγκοινωνιακό μέσο):

δρομολογώ

2. δρομολογώ μτφ (έργα):

δρομολογώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский