Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δροσερός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δροσερ|ός <-ή, -ό> [ðrɔsɛˈrɔs] ΕΠΊΘ

1. δροσερός (που δροσίζει, φρέσκος):

δροσερός και μτφ

2. δροσερός (ευχάριστα ψυχρός):

δροσερός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский