Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δρομολόγιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δρομολόγιο [ðrɔmɔˈlɔjiɔ] SUBST ουδ

1. δρομολόγιο (τρένου κτλ):

δρομολόγιο
Fahrplan αρσ
Fahrplan αρσ
θερινό δρομολόγιο
χειμερινό δρομολόγιο

2. δρομολόγιο (πορεία):

δρομολόγιο
Fahrt θηλ

3. δρομολόγιο (για ταξίδι: διαλεγμένος δρόμος):

δρομολόγιο
Route θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με δρομολόγιο

θερινό δρομολόγιο
χειμερινό δρομολόγιο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский