Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δρομέας“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δρομέας [ðrɔˈmɛas] SUBST αρσ

δρομέας
Läufer(in) αρσ (θηλ)
δρομέας αντοχής
Langstreckenläufer(in) αρσ (θηλ)
δρομέας αρσ Η/Υ
Cursor αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με δρομέας

δρομέας αντοχής
Langstreckenläufer(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский