Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δρομολόγηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δρομολόγηση (εισαγωγή)
Einführung θηλ
δρομολόγηση (προγράμματος, μέτρων, έργων)
Initiierung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский