Γαλλικά » Γερμανικά

II . encrer [ɑ͂kʀe] ΡΉΜΑ αμετάβ

Παραδειγματικές φράσεις με encrassé

mon stylo s'est encrassé

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina