Ελληνικά » Γερμανικά

τυφλ|ός <-ή, -ό> [tiˈflɔs] ΕΠΊΘ και μτφ (μίσος, εμπιστοσύνη)

Παραδειγματικές φράσεις με τυφλός

τυφλός δρόμος
Sackgasse θηλ
τυφλός από το ένα μάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский