Ελληνικά » Γερμανικά

θεωρ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [θɛɔˈrɔ] VERB μεταβ

2. θεωρώ (διαβατήριο):

θεωρώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский