dopísno ΕΠΊΡΡ
dopí|sati <-šem; dopisal> ΡΉΜΑ στιγμ μεταβ
dopisati στιγμ od dopisovati I. :
I. dopis|ováti <dopisújem; dopisovàl> ΡΉΜΑ εξακολ μεταβ (dodajati)
II. dopis|ováti ΡΉΜΑ εξακολ αυτοπ ρήμα
dopisovati dopisovati si:
dopís|en <-na, -no> ΕΠΊΘ ΣΧΟΛ
dopísnik (dopísnica) <-a, -a, -i> ΟΥΣ αρσ (θηλ) ΕΚΔ
- dopisnik (dopísnica)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.