trasmisi ΡΉΜΑ
trasmisi 1. πρόσ sing pass rem di trasmettere
I. trasmettere [traz·ˈmet·te·re] ΡΉΜΑ μεταβ
1. trasmettere:
2. trasmettere:
3. trasmettere ΡΑΔΙΟΦ, TV:
II. trasmettere [traz·ˈmet·te·re] ΡΉΜΑ αμετάβ
III. trasmettere [traz·ˈmet·te·re] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα trasmettersi
1. trasmettere (eredità):
2. trasmettere (malattia, virus):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.