στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. scolorito [skoloˈrito] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
scolorito → scolorire
II. scolorito [skoloˈrito] ΕΠΊΘ
1. scolorito:
2. scolorito (scialbo) μτφ:
- scolorito prestazione, rappresentazione
- colourless βρετ
- scolorito prestazione, rappresentazione
- colorless αμερικ
I. scolorire [skoloˈrire] ΡΉΜΑ μεταβ
II. scolorire [skoloˈrire] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα essere
στο λεξικό PONS
-
- scolorito, -a
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.