στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
risolutivo [risoluˈtivo] ΕΠΊΘ
1. risolutivo ΝΟΜ:
-
- risolutivo
- ultimate challenge, victory, success
- finale, definitivo, risolutivo
- ultimate deterrent, weapon
- definitivo, risolutivo
στο λεξικό PONS
risolutivo (-a) [ri·so·lu·ˈti:·vo] ΕΠΊΘ (decisivo: intervento)
- risolutivo (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.